- ουροχολινογόνος
- -οτο ουδ. ως ουσ. το ουροχολινογόνοφυσιολ. προϊόν αποδομής τής χολερυθρίνης υπό την επίδραση τών μικροβίων τού παχέος εντέρου, το οποίο επαναρροφάται και αποβάλλεται εκ νέου με τη χολή και από τους νεφρούς.
Dictionary of Greek. 2013.